Υπάρχει απιστία μετά θάνατον; (μια αληθινή ιστορία!)

Ο Στάθης και η Βιβή (μόνο τα πρώτα γράμματα των ονομάτων αντιστοιχούν στα πραγματικά) ήταν παντρεμένοι για περίπου 30 χρόνια. Ζευγάρι από τα πρώτα χρόνια του Πανεπιστημίου, όλοι είχαν να λένε για το πόσο ταιριαστοί ήταν. Οι ίδιοι βέβαια, δεν έκρυβαν από τους φίλους τους πως οι τρεις δεκαετίες συμβίωσης, δεν ήταν πάντα στρωμένες με ροδοπέταλα. Δυσκολίες, διαφωνίες, τριβές, κούραση, αλλά και "πειρασμοί" που δοκίμασαν τον έρωτά τους, ποτέ όμως την αγάπη του ενός για τον άλλον.

Ο Στάθης, έφυγε από τη ζωή ξαφνικά, στα 55 του χρόνια από ανακοπή καρδιάς. Και η Βιβή, μισός άνθρωπος πια, στάθηκε όρθια χάρη στην μονάκριβη κόρη τους που εκείνη την εποχή ετοιμαζόταν να παντρευτεί. Είχαν περάσει οκτώ μήνες από τον θάνατο του συντρόφου της, όταν βρήκε το κουράγιο να ανοίξει τα συρτάρια του για να επιλέξει ποια από τα προσωπικά του αντικείμενα θα κρατήσει και ποια θα πετάξει. 

Χιλιάδες αναμνήσεις όρμηξαν μέσα από τα από τα χάρτινα κουτιά, όπου ο Στάθης κρατούσε σε απόλυτη τάξη τα πράγματά του, μα η Βιβή  με έκπληξη διαπίστωσε πως δεν την πονούσε η βουτιά στo κοινό χθες. Την έκανε να νιώθει ζεστασιά, ασφάλεια, γαλήνη, θαρρείς και μέσα σε αυτά τα κουτιά βρισκόταν ο ίδιος ο Στάθης.

"Θεσσαλονίκη- με την καρδούλα μου", διέκρινε τα γράμματά του σε έναν μικρό φάκελο που ήταν στριμωγμένος στην πίσω γωνιά του τελευταίου συρταριού. Τον έπιασε συγκινημένη στα χέρια της, τον άνοιξε και βρήκε μέσα του ένα φιλμ φωτογραφικής μηχανής, από εκείνα τα μαύρα ρολά που χρησιμοποιούσαμε παλιότερα για να απαθανατίζουμε τις στιγμές μας... 

"Θεσσαλονίκη-με την καρδούλα μου" διάβασε δυνατά και προσπάθησε να μαντέψει από ποια εκδρομή τους στην ξελογιάστρα του Βορρά μπορεί να είχε ξεμείνει αυτό το φιλμ. Δεκάδες οι εξορμήσεις τους στην συμπρωτεύουσα, αξέχαστες οι ερωτικές βραδιές τους, στο ίδιο πάντα ξενοδοχείο της Μεγάλου Αλεξάνδρου.



Η λαχτάρα της να εμφανίσει το φιλμ και να ξαναζήσει, έστω και μέσα από τις φωτογραφίες, κάποιες από εκείνες τις στιγμές, πλημμύρισε το σώμα της, ανέβηκε με φόρα στο στήθος της και στάθηκε σαν κόμπος στο λαιμό της. 

Έφτασε στο φωτογραφείο της γειτονιάς της σχεδόν τρέχοντας. Ο ιδιοκτήτης του ήταν κάτι σαν επίσημος, οικογενειακός φωτογράφος. Κοντά τους στον γάμο τους, κοντά τους στην βάπτιση της κόρης της, κοντά τους και στον γάμο της... Κι ας έλειπε ο Στάθης από αυτόν...

Ήταν άρρωστος εκείνη τη μέρα, αλλά ο νεαρός βοηθός του την καθησύχασε πως μέχρι το βράδυ θα είχε στα χέρια της τις φωτογραφίες.

Το βράδυ έφτασε... Ο βοηθός της παρέδωσε ανυποψίαστος τον φάκελο και η Βιβή βγήκε με την καρδιά της να χτυπάει σαν τρελή στον δρόμο και κάθισε σε ένα πεζούλι. Τα χέρια της έτρεμαν, τα μάτια της ήταν υγρά από τα δάκρυα που τρεμόπαιζαν στις άκρες τους.

Ανάσανε βαθιά, τράβηξε την πρώτη φωτογραφία και είδε τον Στάθη της! Ολοζώντανο, χαμογελαστό, πανέμορφο, μέσα στο μπλε μάλλινο παλτό του. Στην αγκαλιά του κρατούσε σφιχτά μια γυναίκα. Που δεν ήταν η Βιβή...

Η "καρδούλα του" δεν ήταν η Βιβή !

Ήταν μια άλλη. Μια άγνωστη, όμορφη, νέα γυναίκα που έδειχνε τόσο ευτυχισμένη στην αγκαλιά του Στάθη. Σαν να ήταν δικός της...

Έμεινε για περισσότερη από μία ώρα καθισμένη στο πεζούλι, κοιτάζοντας και ξανακοιτάζοντας τις φωτογραφίες. Ήταν τραβηγμένες σε ένα εστιατόριο. Που στην αρχή, μέσα στην θολούρα της, δεν το αναγνώρισε. Ένα παλιό ρολόι, αγγλικού στυλ, κρεμασμένο κάπου στο βάθος, πίσω από τα κεφάλια του Στάθη και της άλλης, σε μία πόζα που τα στόματά τους είχαν ενωθεί λαίμαργα, την έκανε να συνειδητοποιήσει ότι ήταν το εστιατόριο του ξενοδοχείου της Μεγάλου Αλεξάνδρου. Του δικού τους ξενοδοχείου!

Από τα ρούχα και την εμφάνιση του Στάθη, κατάλαβε ότι οι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες πριν από τουλάχιστον δέκα χρόνια. Σε μία από αυτές διέκρινε τον άντρα με έναν συνεργάτη του από την Ρωσία και συμπέρανε πως αυτός ήταν προφανώς ο φωτογράφος των υπόλοιπων ερωτικών ενσταντανέ του ζευγαριού.

-Αν ζούσε... Αν μπορούσα να τον ρωτήσω για αυτήν... Γιατί κράτησε το φιλμ στο συρτάρι του; Γιατί έγραψε στον φάκελο "με την καρδούλα μου;". Γιατί πήγε μαζί της στο δικό μας ξενοδοχείο; Γιατί την φιλούσε μπροστά στον συνεργάτη του;, μου είπε τελειώνοντας την διήγηση της.

-Τι θα άλλαζε;, αναρωτήθηκα.

- Θα τον πίστευα. Ό,τι κι αν μου έλεγε θα τον πίστευα. Μα θα είχε τουλάχιστον τις δικές του απαντήσεις. Ας ήταν και ψεύτικες, μου απάντησε.

- Γιατί μου εμπιστεύτηκες την ιστορία σου;, την ρώτησα.

-Γιατί τις εξηγήσεις, τις δικαιολογίες,τις συγγνώμες, ακόμη και τα ψέματά μας, πρέπει να τα λέμε στους αγαπημένους μας, όσο είμαστε ζωντανοί. Αλλιώς τους καταδικάζουμε να ζούνε μόνοι, συντροφιά με τα αναπάντητα γιατί. Κι αυτό, είναι σκληρό. Είναι διπλός θρήνος. Έτσι θέλω να το γράψεις...

Το έγραψα Βιβή... Σ΄ευχαριστώ...

Μαρία Παναγοπούλου
thisismarias.blogspot.gr
Follow me on facebook

Comments